υποθετικοπαραγωγικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υποθετικοπαραγωγικός < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική hypothetico-deductive
Επίθετο[επεξεργασία]
υποθετικοπαραγωγικός, -ή, -ό
- (φιλοσοφία, επιστημολογία) που σχετίζεται με την υποθετικοπαραγωγική μέθοδο
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- hypothetico-deductive model στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υποθετικοπαραγωγικός
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φιλοσοφία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)
- Λήμματα με τουλάχιστον 20 γράμματα (νέα ελληνικά)