υποθηκευμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υποθηκευμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου υποθηκεύω
Μετοχή[επεξεργασία]
υποθηκευμένος, -η, -ο
- που έχει υποθηκευτεί, έχει μπει αμανάτι (μόνον για άψυχα ή αφηρημένες έννοιες, όχι για έμψυχα)
- υποθηκευμένο ακίνητο / υποθηκευμένη περιουσία / το υποθηκευμένο μέλλον των παιδιών μας