υποθηκοφύλακας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο υποθηκοφύλακας οι υποθηκοφύλακες
      γενική του υποθηκοφύλακα των υποθηκοφυλάκων
    αιτιατική τον υποθηκοφύλακα τους υποθηκοφύλακες
     κλητική υποθηκοφύλακα υποθηκοφύλακες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

υποθηκοφύλακας < (καθαρεύουσα) υποθηκοφύλαξ < υποθήκη + φύλαξ ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική conservateur des hypothèques). Συγχρονικά αναλύεται σε υποθήκ(η) + -ο- + -φύλακας.
Λέξη που πρωτοχρησιμοποιήθηκε το 1840 (Κουμανούδης Στέφανος, Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών, τ. Β, σελ. 1051)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

υποθηκοφύλακας αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]