υποκαταγράφω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
υποκαταγράφω (παθητική φωνή: υποκαταγράφομαι)
- (νεολογισμός) καταγράφω λιγότερα απ’ όσα στην πραγματικότητα υπάρχουν
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | υποκαταγράφω | υποκατέγραφα | θα υποκαταγράφω | να υποκαταγράφω | υποκαταγράφοντας | |
β' ενικ. | υποκαταγράφεις | υποκατέγραφες | θα υποκαταγράφεις | να υποκαταγράφεις | υποκατάγραφε | |
γ' ενικ. | υποκαταγράφει | υποκατέγραφε | θα υποκαταγράφει | να υποκαταγράφει | ||
α' πληθ. | υποκαταγράφουμε | υποκαταγράφαμε | θα υποκαταγράφουμε | να υποκαταγράφουμε | ||
β' πληθ. | υποκαταγράφετε | υποκαταγράφατε | θα υποκαταγράφετε | να υποκαταγράφετε | υποκαταγράφετε | |
γ' πληθ. | υποκαταγράφουν(ε) | υποκατέγραφαν υποκαταγράφαν(ε) |
θα υποκαταγράφουν(ε) | να υποκαταγράφουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | υποκατέγραψα | θα υποκαταγράψω | να υποκαταγράψω | υποκαταγράψει | ||
β' ενικ. | υποκατέγραψες | θα υποκαταγράψεις | να υποκαταγράψεις | υποκατάγραψε | ||
γ' ενικ. | υποκατέγραψε | θα υποκαταγράψει | να υποκαταγράψει | |||
α' πληθ. | υποκαταγράψαμε | θα υποκαταγράψουμε | να υποκαταγράψουμε | |||
β' πληθ. | υποκαταγράψατε | θα υποκαταγράψετε | να υποκαταγράψετε | υποκαταγράψτε | ||
γ' πληθ. | υποκατέγραψαν υποκαταγράψαν(ε) |
θα υποκαταγράψουν(ε) | να υποκαταγράψουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω υποκαταγράψει | είχα υποκαταγράψει | θα έχω υποκαταγράψει | να έχω υποκαταγράψει | ||
β' ενικ. | έχεις υποκαταγράψει | είχες υποκαταγράψει | θα έχεις υποκαταγράψει | να έχεις υποκαταγράψει | έχε υποκαταγραμμένο | |
γ' ενικ. | έχει υποκαταγράψει | είχε υποκαταγράψει | θα έχει υποκαταγράψει | να έχει υποκαταγράψει | ||
α' πληθ. | έχουμε υποκαταγράψει | είχαμε υποκαταγράψει | θα έχουμε υποκαταγράψει | να έχουμε υποκαταγράψει | ||
β' πληθ. | έχετε υποκαταγράψει | είχατε υποκαταγράψει | θα έχετε υποκαταγράψει | να έχετε υποκαταγράψει | έχετε υποκαταγραμμένο | |
γ' πληθ. | έχουν υποκαταγράψει | είχαν υποκαταγράψει | θα έχουν υποκαταγράψει | να έχουν υποκαταγράψει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) υποκαταγραμμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) υποκαταγραμμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) υποκαταγραμμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) υποκαταγραμμένο |
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υποκαταγράφω
|