υποκαταστάτρια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υποκαταστάτρια οι υποκαταστάτριες
      γενική της υποκαταστάτριας των υποκαταστατριών
    αιτιατική την υποκαταστάτρια τις υποκαταστάτριες
     κλητική υποκαταστάτρια υποκαταστάτριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

υποκαταστάτρια < υποκαταστάτης < υποκαθιστώ , ὑποκαθίστημι) < υπο- + καθιστώ + -τρια

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

υποκαταστάτρια θηλυκό

  • δημοτική ελληνική: θηλυκό του υποκαταστάτης
    ※  η σημερινή τεχνική εταιρία υπέδειξε άλλη ως υποκαταστάτρια που θα αναλάβει να ολοκληρώσει την εν λόγω εργολαβία agriniopress.gr