υποκειμενικός
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- υποκειμενικός < υποκείμενο + -ικός
Επίθετο
[επεξεργασία]υποκειμενικός, -ή, -ό
- που καθορίζεται από την αντίληψη ή τη γνώμη ενός ανθρώπου (ενός υποκειμένου) που αισθάνεται ή σκέφτεται, κρίνει κλπ
Το υποκειμενικό αίσθημα του ψύχους δεν εξαρτάται μόνο από τη θερμοκρασία.