υποκειμενισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υποκειμενισμός < μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική subjectivisme
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
υποκειμενισμός αρσενικό
- (φιλοσοφία) θεωρία που αρνείται της ύπαρξης αντικειμενικής πραγματικότητας
- η τάση του να κρίνει κανείς υποκειμενικά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υποκειμενισμός
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φιλοσοφία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)