υποκλυσμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- υποκλυσμός < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]υποκλυσμός αρσενικό
- διαδικασία κατά την οποία γίνεται εισαγωγή υγρού στο ορθό με καθετήρα, με σκοπό να αδειάσει το περιεχόμενο του εντέρου· κλύσμα