υποκρισία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υποκρισία < μεσαιωνική ελληνική υποκρισία < αρχαία ελληνική ὑπόκρισις
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /i.po.kɾiˈsi.a/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
υποκρισία θηλυκό
- η ιδιότητα και η συμπεριφορά του υποκριτή, το να προσποιείται κάποιος και να αποκρύπτει τον πραγματικό (κακό) του εαυτό
- υποκριτικός λόγος ή πράξη
[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις υποκρίνομαι και κρίνω
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
υποκρισία στα Βικιφθέγματα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υποκρισία
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)