υποκρύπτω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: αποκρύπτω

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

υποκρύπτω < αρχαία ελληνική ὑποκρύπτω < ὑπό + κρύπτω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /i.poˈkɾi.pto/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υ‐πο‐κρύ‐πτω

Ρήμα[επεξεργασία]

υποκρύπτω (παθητική φωνή: υποκρύπτομαι)

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]