υποκρύπτω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- υποκρύπτω < αρχαία ελληνική ὑποκρύπτω < ὑπό + κρύπτω
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /i.poˈkɾi.pto/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐πο‐κρύ‐πτω
Ρήμα
[επεξεργασία]υποκρύπτω (παθητική φωνή: υποκρύπτομαι)
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | υποκρύπτω | υπέκρυπτα | θα υποκρύπτω | να υποκρύπτω | υποκρύπτοντας | |
β' ενικ. | υποκρύπτεις | υπέκρυπτες | θα υποκρύπτεις | να υποκρύπτεις | υπόκρυπτε | |
γ' ενικ. | υποκρύπτει | υπέκρυπτε | θα υποκρύπτει | να υποκρύπτει | ||
α' πληθ. | υποκρύπτουμε | υποκρύπταμε | θα υποκρύπτουμε | να υποκρύπτουμε | ||
β' πληθ. | υποκρύπτετε | υποκρύπτατε | θα υποκρύπτετε | να υποκρύπτετε | υποκρύπτετε | |
γ' πληθ. | υποκρύπτουν(ε) | υπέκρυπταν υποκρύπταν(ε) |
θα υποκρύπτουν(ε) | να υποκρύπτουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | υπέκρυψα | θα υποκρύψω | να υποκρύψω | υποκρύψει | ||
β' ενικ. | υπέκρυψες | θα υποκρύψεις | να υποκρύψεις | υπόκρυψε | ||
γ' ενικ. | υπέκρυψε | θα υποκρύψει | να υποκρύψει | |||
α' πληθ. | υποκρύψαμε | θα υποκρύψουμε | να υποκρύψουμε | |||
β' πληθ. | υποκρύψατε | θα υποκρύψετε | να υποκρύψετε | υποκρύψτε | ||
γ' πληθ. | υπέκρυψαν υποκρύψαν(ε) |
θα υποκρύψουν(ε) | να υποκρύψουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω υποκρύψει | είχα υποκρύψει | θα έχω υποκρύψει | να έχω υποκρύψει | ||
β' ενικ. | έχεις υποκρύψει | είχες υποκρύψει | θα έχεις υποκρύψει | να έχεις υποκρύψει | ||
γ' ενικ. | έχει υποκρύψει | είχε υποκρύψει | θα έχει υποκρύψει | να έχει υποκρύψει | ||
α' πληθ. | έχουμε υποκρύψει | είχαμε υποκρύψει | θα έχουμε υποκρύψει | να έχουμε υποκρύψει | ||
β' πληθ. | έχετε υποκρύψει | είχατε υποκρύψει | θα έχετε υποκρύψει | να έχετε υποκρύψει | ||
γ' πληθ. | έχουν υποκρύψει | είχαν υποκρύψει | θα έχουν υποκρύψει | να έχουν υποκρύψει |
|