υπολείπομαι
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ρήμα
[επεξεργασία]υπολείπομαι
- μένω ως υπόλοιπο
- βρίσκομαι σε μειονεκτική θέση σε σχέση με κάτι άλλο, είμαι κατώτερος κάποιου άλλου, υστερώ
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ως υπόλειπο
σε μειονεκτική θέση