υπολειτουργία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υπολειτουργία < υπο- + λειτουργία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
υπολειτουργία θηλυκό
- η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του υπολειτουργώ
Συγγενικά[επεξεργασία]
- υπολειτουργώ
- → δείτε τις λέξεις υπό, λειτουργώ και έργο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υπολειτουργία