υπολογίσιμος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]υπολογίσιμος
- που είναι δυνατόν να υπολογιστεί
- (μεταφορικά) που πρέπει να τον λάβουμε υπόψη μας, σημαντικός
Συγγενικά
[επεξεργασία]- υπολογισιμότητα
- → δείτε τις λέξεις υπολογίζω και λόγος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] υπολογίσιμος
|