υπολογιστής
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- υπολογιστής < (υπολογίζω) υπο-λογισ- + -τής, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική calculateur
- για την πληροφορική < σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική computer
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /i.po.lo.ʝiˈstis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐πο‐λο‐γι‐στής
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]υπολογιστής αρσενικό
- (θηλυκό υπολογίστρια) αυτός που δεν ενεργεί γνήσια και αυθόρμητα αλλά πάντοτε υπολογίζοντας αποκλειστικά το προσωπικό του συμφέρον
- (τεχνολογία) μηχανική, ηλεκτρομηχανική ή ηλεκτρονική συσκευή που επιτρέπει την αυτόματη εκτέλεση απλών μαθηματικών πράξεων ή σειράς αυτών
- → δείτε τη λέξη κομπιουτεράκι
- (πληροφορική) ηλεκτρονικός υπολογιστής
- (ιστορία) (επάγγελμα) άτομο που αναλάμβανε μεγάλο πλήθος υπολογισμών σε πανεπιστήμια, οργανισμούς και μεγάλες επιχειρήσεις
Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]Εκφράσεις
[επεξεργασία]- επιστήμη των υπολογιστών
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]αγγλικοί όροι:
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] χαρακτήρας
συσκευή
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ποιητής' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα υπο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -τής (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Τεχνολογία (νέα ελληνικά)
- Πληροφορική (νέα ελληνικά)
- Ιστορία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)