υπομονετικότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- υπομονετικότητα < υπομονετικός + -ότητα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]υπομονετικότητα θηλυκό
- το να είναι κάποιος υπομονετικός, η ιδιότητα του υπομονετικού
- Πιστεύω πολύ στην ομάδα μου. Περιμένω από τον κόσμο μας, που θα γεμίσει το γήπεδο στον πρώτο αγώνα, να δείξει υπομονετικότητα, όπως έκανε σε όλα τα προηγούμενα παιχνίδια, από το πρώτο έως το τελευταίο λεπτό. Δεν θα δώσουμε έναν τελικό, μας περιμένουν δύο αγώνες. (*)
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] υπομονετικότητα
|