υπονοούμενο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το υπονοούμενο τα υπονοούμενα
      γενική του υπονοούμενου των υπονοούμενων
    αιτιατική το υπονοούμενο τα υπονοούμενα
     κλητική υπονοούμενο υπονοούμενα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

υπονοούμενο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο της μετοχής υπονοούμενος, του παθητικού ενεστώτα του ρήματος υπονοώ

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

υπονοούμενο ουδέτερο

  • αυτό που δεν λέγεται ανοιχτά και ξεκάθαρα, αλλά υπονοείται, όπως π.χ. μια έμμεση κατηγορία
    Συνεχώς άφηνε υπονοούμενα για τη σχέση του με την πρώην γυναίκα του, αλλά ποτέ δεν την κατηγόρησε ευθέως.

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]