υποπίπτω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ὑποπίπτω

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

υποπίπτω < αρχαία ελληνική ὑποπίπτω < ὑπό + πίπτω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *peth₂- (πετώ)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /i.poˈpi.pto/

Ρήμα[επεξεργασία]

υποπίπτω

Συγγενικά[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]