υποπληκτρολόγιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | υποπληκτρολόγιο | τα | υποπληκτρολόγια |
γενική | του | υποπληκτρολόγιου & υποπληκτρολογίου |
των | υποπληκτρολόγιων & υποπληκτρολογίων |
αιτιατική | το | υποπληκτρολόγιο | τα | υποπληκτρολόγια |
κλητική | υποπληκτρολόγιο | υποπληκτρολόγια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υποπληκτρολόγιο < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική keypad
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
υποπληκτρολόγιο ουδέτερο
- (τεχνολογία, πληροφορική) ομάδα πλήκτρων σε κανονικό πληκτρολόγιο (πχ. το αριθμητικό πληκτρολόγιο, numpad) ή ανεξάρτητο μικρό πληκτρολόγιο για ειδική χρήση (πχ. βιντεοπαιγνίδια)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Υπερώνυμα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- Keypads, εικόνες στα Wikimedia Commons
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ Εγώ και η Dell μου, σελ 51. Δημοσίευση 2014–08 Αναθ. A02. Προσπέλαση 2020-05-13.
- ↑ ΣΤΥΣΤΗΜΑ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΑΝΑΜΕΤΑ∆ΟΤΗ, σελ 169. Δημοσίευση 2002-08-30. Προσπέλαση 2020-05-13.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βούτυρο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Τεχνολογία (νέα ελληνικά)
- Πληροφορική (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)