υποπλοίαρχος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο υποπλοίαρχος οι υποπλοίαρχοι
      γενική του υποπλοίαρχου
υποπλοιάρχου
των υποπλοίαρχων
υποπλοιάρχων
    αιτιατική τον υποπλοίαρχο τους υποπλοίαρχους
υποπλοιάρχους
     κλητική υποπλοίαρχε υποπλοίαρχοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

υποπλοίαρχος < υπο- + πλοίαρχος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

υποπλοίαρχος αρσενικό ή θηλυκό

  1. στρατιωτικός βαθμός στο πολεμικό ναυτικό και το λιμενικό, κατώτερος από τον πλωτάρχη και ανώτερος από τον ανθυποπλοίαρχο
  2. ο δεύτερος στην ιεραρχία μετά τον πλοίαρχο σε πλοίο του εμπορικού ναυτικού

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]