υποπτεύομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υποπτεύομαι < αρχαία ελληνική ὑποπτεύω < ὕποπτος < ὑφοράω
Ρήμα[επεξεργασία]
υποπτεύομαι