υποσκίασμα
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- υποσκίασμα < υποσκιάζω + -μα < ελληνιστική κοινή ὑποσκιάζω < αρχαία ελληνική σκιάζω < σκιά
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]υποσκίασμα ουδέτερο
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του υποσκιάζω
- άλλες μορφές: υποσκίαση
- (αστρονομία) το μερικώς σκιασμένο τμήμα της σελήνης κατά την έκλειψή της
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'όνομα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -μα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αστρονομία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)