υποσκαφή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υποσκαφή < (ελληνιστική κοινή) ὑποσκαφή
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
υποσκαφή θηλυκό
Δείτε επίσης : ὑποσκαφή |
υποσκαφή θηλυκό