υποσκελίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

υποσκελίζω < αρχαία ελληνική ὑποσκελίζω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /i.po.skeˈli.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υ‐πο‐σκε‐λί‐ζω

Ρήμα[επεξεργασία]

υποσκελίζω (παθητική φωνή: υποσκελίζομαι)

  1. παίρνω τη θέση κάποιου με αθέμιτα μέσα
  2. (αντικειμενοστρεφής προγραμματισμός) επικαλύπτω μέθοδο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]