υποσκελίσεις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

υποσκελίσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος υποσκελίζω
  2. θα υποσκελίσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος υποσκελίζω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

υποσκελίσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του υποσκέλιση