υποσπαδίας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υποσπαδίας < ελληνιστική κοινή ὑποσπᾰδίας[1] < αρχαία ελληνική ὑπό + σπάω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
υποσπαδίας αρσενικό
- (ανατομία, ιατρική) ανώμαλη διαμόρφωση του πέους κατά την οποία το άνοιγμα της ουρήθρας βρίσκεται στη κάτω πλευρά του πέους
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υποσπαδίας
- ↑ ὑποσπαδίας - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'γαλαξίας' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ανατομία (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)