υποστελέχωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | υποστελέχωση | οι | υποστελεχώσεις |
γενική | της | υποστελέχωσης* | των | υποστελεχώσεων |
αιτιατική | την | υποστελέχωση | τις | υποστελεχώσεις |
κλητική | υποστελέχωση | υποστελεχώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, υποστελεχώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
υποστελέχωση θηλυκό
- η ελλιπής στελέχωση
- Η υποστελέχωση και η υποχρηματοδότηση ταλανίζουν από χρόνια τον νευραλγικό τομέα της δασικής προστασίας. (*)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υποστελέχωση