υποστηρικτικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υποστηρικτικά < υποστηρικτικός + -ά
Επίρρημα[επεξεργασία]
υποστηρικτικά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υποστηρικτικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
υποστηρικτικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του υποστηρικτικός