υποσχόμενος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υποσχόμενος: μετοχή ενεστώτα του ρήματος υπόσχομαι
Μετοχή[επεξεργασία]
υποσχόμενος, -η, -ο