υποτιμώντας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Μετοχή[επεξεργασία]
υποτιμώντας άκλιτο
- μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος υποτιμάω / υποτιμώ
- ↪ Πήγε στον πόλεμο ως εθελοντής υποτιμώντας τους κινδύνους.
- ↪ Έλυσαν το πρόβλημα υποτιμώντας τη δραχμή.