υποτονίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
υποτονίζω
- δίνω λιγότερη έμφαση σε κάτι σε αντιδιαστολή με άλλα στοιχεία
- ...[το εκπαιδευτικό μοντέλο] αφιερώνει το μεγαλύτερο μέρος του προγράμματος της Mέσης Eκπαίδευσης στη διδασκαλία της αρχαίας ελληνικής γλώσσας και κατά συνέπεια υποτονίζει: την ερμηνευτική διαδικασία, τη διδασκαλία της ζωντανής μας γλώσσας και λογοτεχνίας... (Δ. Ν. Mαρωνίτης, Aρχαία ελληνική γλώσσα και γραμματεία, 1978)
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | υποτονίζω | υποτόνιζα | θα υποτονίζω | να υποτονίζω | υποτονίζοντας | |
β' ενικ. | υποτονίζεις | υποτόνιζες | θα υποτονίζεις | να υποτονίζεις | υποτόνιζε | |
γ' ενικ. | υποτονίζει | υποτόνιζε | θα υποτονίζει | να υποτονίζει | ||
α' πληθ. | υποτονίζουμε | υποτονίζαμε | θα υποτονίζουμε | να υποτονίζουμε | ||
β' πληθ. | υποτονίζετε | υποτονίζατε | θα υποτονίζετε | να υποτονίζετε | υποτονίζετε | |
γ' πληθ. | υποτονίζουν(ε) | υποτόνιζαν υποτονίζαν(ε) |
θα υποτονίζουν(ε) | να υποτονίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | υποτόνισα | θα υποτονίσω | να υποτονίσω | υποτονίσει | ||
β' ενικ. | υποτόνισες | θα υποτονίσεις | να υποτονίσεις | υποτόνισε | ||
γ' ενικ. | υποτόνισε | θα υποτονίσει | να υποτονίσει | |||
α' πληθ. | υποτονίσαμε | θα υποτονίσουμε | να υποτονίσουμε | |||
β' πληθ. | υποτονίσατε | θα υποτονίσετε | να υποτονίσετε | υποτονίστε | ||
γ' πληθ. | υποτόνισαν υποτονίσαν(ε) |
θα υποτονίσουν(ε) | να υποτονίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω υποτονίσει | είχα υποτονίσει | θα έχω υποτονίσει | να έχω υποτονίσει | ||
β' ενικ. | έχεις υποτονίσει | είχες υποτονίσει | θα έχεις υποτονίσει | να έχεις υποτονίσει | ||
γ' ενικ. | έχει υποτονίσει | είχε υποτονίσει | θα έχει υποτονίσει | να έχει υποτονίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε υποτονίσει | είχαμε υποτονίσει | θα έχουμε υποτονίσει | να έχουμε υποτονίσει | ||
β' πληθ. | έχετε υποτονίσει | είχατε υποτονίσει | θα έχετε υποτονίσει | να έχετε υποτονίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν υποτονίσει | είχαν υποτονίσει | θα έχουν υποτονίσει | να έχουν υποτονίσει |
|
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υποτονίζω
|