υποφαινόμενος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Μετοχή[επεξεργασία]
υποφαινόμενος
- (λόγιο) ονομασία που χρησιμοποιεί κάποιος που γράφει ή μιλάει για να αναφερθεί ευγενικά ή ειρωνικά στον εαυτό του
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υποφαινόμενος
|