υποφαινόμενος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υποφαινόμενος η υποφαινόμενη το υποφαινόμενο
      γενική του υποφαινόμενου της υποφαινόμενης του υποφαινόμενου
    αιτιατική τον υποφαινόμενο την υποφαινόμενη το υποφαινόμενο
     κλητική υποφαινόμενε υποφαινόμενη υποφαινόμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υποφαινόμενοι οι υποφαινόμενες τα υποφαινόμενα
      γενική των υποφαινόμενων των υποφαινόμενων των υποφαινόμενων
    αιτιατική τους υποφαινόμενους τις υποφαινόμενες τα υποφαινόμενα
     κλητική υποφαινόμενοι υποφαινόμενες υποφαινόμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

υποφαινόμενος < μετοχή παθητικού ενεστώτα ὑποφαίνω

Μετοχή[επεξεργασία]

υποφαινόμενος

  • (λόγιο) ονομασία που χρησιμοποιεί κάποιος που γράφει ή μιλάει για να αναφερθεί ευγενικά ή ειρωνικά στον εαυτό του

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]