υποφερτός
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- υποφερτός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
[επεξεργασία]υποφερτός
- που μπορεί κανείς να τον ανεχτεί
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] υποφερτός