υποφορά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | υποφορά | οι | υποφορές |
γενική | της | υποφοράς | των | υποφορών |
αιτιατική | την | υποφορά | τις | υποφορές |
κλητική | υποφορά | υποφορές | ||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υποφορά < αρχαία ελληνική ὑποφορά < ὑποφέρω < φέρω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *bʰer-
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
υποφορά θηλυκό
- (λογοτεχνία) σχήμα λόγου κατά το οποίο κάποιος θέτει μια ερώτηση (υποφορά), κι αφού αναφερθούν κάποιες απαντήσεις και απορριφθούν (ανθυποφορά), δίνεται η πραγματική τελική απάντηση
- Σχήμα υποφοράς και ανθυποφοράς έχουμε στο δημοτικό τραγούδι Της Δέσπως: «Αχός βαρύς ακούεται, πολλά τουφέκια πέφτουν. / Μήνα σε γάμο ρίχνονται, μήνα σε χαροκόπι; / Ουδέ σε γάμο ρίχνονται, ουδέ σε χαροκόπι, / η Δέσπω κάνει πόλεμο με νύφες και μ' αγγόνια.»
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υποφορά
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' χωρίς κατάληξη '-ιά' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα υπο- (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λογοτεχνία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)