υποχρέωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | υποχρέωση | υποχρεώσεις |
γενική | υποχρέωσης & υποχρεώσεως |
υποχρεώσεων |
αιτιατική | υποχρέωση | υποχρεώσεις |
κλητική | υποχρέωση | υποχρεώσεις |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υποχρέωση < υποχρεώνω + -ση ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική obligation)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
υποχρέωση{ θηλυκό
- ό,τι ο νόμος (γραπτός ή άγραφος) ή κάτι άλλο σε αναγκάζει να πράξεις
- οικονομική, κοινωνική κ.λπ. δέσμευση
- η αίσθηση ότι οφείλεις σε κάποιον σε ηθικό και άυλο επίπεδο για κάτι που σου προσέφερε
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υποχρέωση