υποχρεωτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υποχρεωτικός < υποχρέωση + -τικός ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική obligatoire)
Επίθετο[επεξεργασία]
υποχρεωτικός, -ή, ό
- που επιβάλλεται από υποχρέωση ή από ανάγκη
- που μας δημιουργεί το αίσθημα της υποχρέωσης, περιποιητικός, εξυπηρετικός
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
που επιβάλλεται