υποχρηματοδότηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | υποχρηματοδότηση | οι | υποχρηματοδοτήσεις |
γενική | της | υποχρηματοδότησης* | των | υποχρηματοδοτήσεων |
αιτιατική | την | υποχρηματοδότηση | τις | υποχρηματοδοτήσεις |
κλητική | υποχρηματοδότηση | υποχρηματοδοτήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, υποχρηματοδοτήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υποχρηματοδότηση < υπο- + χρηματοδότηση
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
υποχρηματοδότηση θηλυκό
- η ελλιπής χρηματοδότηση
- Η υποστελέχωση και η υποχρηματοδότηση ταλανίζουν από χρόνια τον νευραλγικό τομέα της δασικής προστασίας. (*)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υποχρηματοδότηση
|