υποχρηματοδότηση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υποχρηματοδότηση οι υποχρηματοδοτήσεις
      γενική της υποχρηματοδότησης* των υποχρηματοδοτήσεων
    αιτιατική την υποχρηματοδότηση τις υποχρηματοδοτήσεις
     κλητική υποχρηματοδότηση υποχρηματοδοτήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, υποχρηματοδοτήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

υποχρηματοδότηση < υπο- + χρηματοδότηση

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

υποχρηματοδότηση θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]