υπόβαθρο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υπόβαθρο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὑπόβαθρον (στήριγμα)[1] Συγχρονικά αναλύεται σε υπό- + βάθρο
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /iˈpo.va.θɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐πό‐βα‐θρο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
υπόβαθρο ουδέτερο
- οτιδήποτε βρίσκεται κάτω από ένα σώμα ή ένα κατασκεύασμα και χρησιμοποιείται ως βάση στήριξής του
- (μεταφορικά) οι παράγοντες (χαρακτήρας, συνθήκες και καταστάσεις, γνώσεις και εμπειρίες) που καθορίζουν την προσωπικότητα και το πολιτιστικό επίπεδο ενός ατόμου
- (μεταφορικά) οι πολιτικές, οικονομικές ή κοινωνικές συνθήκες που στηρίζουν ένα φαινόμενο ή, γενικότερα, την ανάπτυξη
- καθετί που λειτουργεί ως βάση για την ύπαρξη ή την ανάπτυξη κάποιου άλλου
- (γεωλογία) το σκληρό και στερεό πέτρωμα που βρίσκεται κάτω άλλα πιο χαλαρά υλικά, όπως άμμο, ιλύ, άργιλο, ιζήματα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
οτιδήποτε χρησιμοποιείται ως βάση στήριξης
μεταφορικά
καθετί που λειτουργεί ως βάση για την ύπαρξη κάποιου άλλου
Μεταφράσεις προς κατάταξη κατά έννοια
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ υπόβαθρο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα υπό- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Γεωλογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)