υπόκοσμος
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | υπόκοσμος | υπόκοσμοι |
γενική | υποκόσμου & υπόκοσμου |
υποκόσμων & υπόκοσμων |
αιτιατική | υπόκοσμο | υποκόσμους & υπόκοσμους |
κλητική | υπόκοσμε | υπόκοσμοι |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υπόκοσμος < υπό + κόσμος (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική underworld)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
υπόκοσμος αρσενικό
- ο κόσμος που λειτουργεί με παραβατική ή παράνομη συμπεριφορά, συνήθως ζώντας στο περιθώριο της κοινωνίας
- (λαϊκότροπο) άνθρωπος του υποκόσμου
- (φυσική), (αστροφυσική) υποσύμπαν
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υπόκοσμος