υπόλειμμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υπόλειμμα < αρχαία ελληνική ὑπόλειμμα < ὑπολείπω < λείπω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
υπόλειμμα ουδέτερο
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- υπολειμματικός
- → δείτε τις λέξεις υπό και λείπω