Μετάβαση στο περιεχόμενο
Κύριο μενού
Κύριο μενού
μετακίνηση στην πλαϊνή μπάρα
απόκρυψη
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία - Talk
Σελίδες συζήτησης
Νέες σελίδες
Ειδικές σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Πρότυπα
Αναζήτηση
Αναζήτηση
Εμφάνιση
Δωρεές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Προσωπικά εργαλεία
Δωρεές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Περιεχόμενα
μετακίνηση στην πλαϊνή μπάρα
απόκρυψη
Αρχή
1
Νέα ελληνικά (el)
Εναλλαγή
Νέα ελληνικά (el)
υποενότητας
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Συγγενικά
1.2.3
Μεταφράσεις
Εναλλαγή του πίνακα περιεχομένων
υπόλευκος
2 γλώσσες
English
Malagasy
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Εργαλειοθήκη
Εργαλεία
μετακίνηση στην πλαϊνή μπάρα
απόκρυψη
Ενέργειες
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Γενικά
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Λάβετε συντομευμένη διεύθυνση URL
Λήψη κωδικού QR
Switch to legacy parser
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Σε άλλα εγχειρήματα
Εμφάνιση
μετακίνηση στην πλαϊνή μπάρα
απόκρυψη
Από Βικιλεξικό
Νέα ελληνικά (el)
[
επεξεργασία
]
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
υπόλευκ
ος
η
υπόλευκ
η
το
υπόλευκ
ο
γενική
του
υπόλευκ
ου
της
υπόλευκ
ης
του
υπόλευκ
ου
αιτιατική
τον
υπόλευκ
ο
την
υπόλευκ
η
το
υπόλευκ
ο
κλητική
υπόλευκ
ε
υπόλευκ
η
υπόλευκ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
υπόλευκ
οι
οι
υπόλευκ
ες
τα
υπόλευκ
α
γενική
των
υπόλευκ
ων
των
υπόλευκ
ων
των
υπόλευκ
ων
αιτιατική
τους
υπόλευκ
ους
τις
υπόλευκ
ες
τα
υπόλευκ
α
κλητική
υπόλευκ
οι
υπόλευκ
ες
υπόλευκ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
[
επεξεργασία
]
υπόλευκος
<
αρχαία ελληνική
ὑπόλευκος
<
ὑπό
+
λευκός
Επίθετο
[
επεξεργασία
]
υπόλευκος
, -η, -ο
(
λόγιο
)
που είναι
σχεδόν
λευκός
Συνώνυμα
[
επεξεργασία
]
ασπριδερός
/
ασπρειδερός
/
ασπρουδερός
/
ασπροδερός
ασπρουλιάρης
ασπρουλιάρικος
ασπρουλός
ασπρούτσικος
ημίλευκος
λευκωπός
Συγγενικά
[
επεξεργασία
]
→
δείτε
τις
λέξεις
υπό
και
λευκός
Μεταφράσεις
[
επεξεργασία
]
υπόλευκος
αγγλικά
:
whitish
(en)
γαλλικά
:
blanchâtre
(fr)
γερμανικά
:
altweiß
(de)
Κατηγορίες
:
Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
Νέα ελληνικά
Επίθετα (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)
Αναζήτηση
Αναζήτηση
Εναλλαγή του πίνακα περιεχομένων
υπόλευκος
2 γλώσσες
Προσθήκη θέματος