υπόνοια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | υπόνοια | οι | υπόνοιες |
γενική | της | υπόνοιας | των | υπονοιών |
αιτιατική | την | υπόνοια | τις | υπόνοιες |
κλητική | υπόνοια | υπόνοιες | ||
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
υπόνοια θηλυκό
- η ιδέα, η άποψη ή η σκέψη που δεν αποδεικνύεται ακριβώς, απλώς στηρίζεται σε ενδείξεις
- η αβεβαιότητα, η αμφιβολία
- (μεταφορικά) (κατ’ επέκταση) η ελάχιστη ποσότητα