υπόσπονδος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υπόσπονδος < αρχαία ελληνική ὑπόσπονδος < ὑπό + σπονδή
Επίθετο[επεξεργασία]
υπόσπονδος, -η, -ο
- (αρχαιοπρεπές) που προστατεύεται από συμφωνίες ή συνθήκες
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υπόσπονδος