υπότιτλος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | υπότιτλος | οι | υπότιτλοι |
γενική | του | υπότιτλου & υποτίτλου |
των | υπότιτλων & υποτίτλων |
αιτιατική | τον | υπότιτλο | τους | υπότιτλους & υποτίτλους |
κλητική | υπότιτλε | υπότιτλοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. Στις νεότερες λέξεις συνηθίζεται ο σταθερός τόνος. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- υπότιτλος < υπό- + τίτλος, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική sous-titre
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /iˈpo.ti.tlos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐πό‐τι‐τλος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]υπότιτλος αρσενικό
- δευτερεύων τίτλος που επεξηγεἰ ή επεκτείνει τον κύριο τίτλο ενός κειμένου
- (κινηματογράφος) η μετάφραση των ξενόγλωσσων διαλόγων που εμφανίζεται στο κάτω συνήθως μέρος της οθόνης
- (στον βωβό κινηματογράφο) επεξηγηματικό κείμενο που προβάλλεται ανἀμεσα σε δύο σκηνές
- (στη βιβλιογραφία) λεζάντα εικόνας
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Μερώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]→ και δείτε τη λέξη τίτλος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] υπότιτλος
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδινάλιος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα υπό- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Κινηματογράφος (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)