υπό μάλης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υπό μάλης < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὑπό μάλης < ὑπό & μάλης [1] [2]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /i.po‿ˈma.lis/
Έκφραση[επεξεργασία]
υπό μάλης
- (λόγιο, επιρρηματική έκφραση) κάτω απ’ τη μασχάλη
- πήρε το βιβλίο υπό μάλης και τράβηξε για το μάθημα
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- παραμάσχαλα (επίρρημα)
λόγια επιρρήματα:
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υπό μάλης
|
[επεξεργασία]
- ↑ «μάλη» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- ↑ «μάλη» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)