Μετάβαση στο περιεχόμενο

υστερινός

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υστερινός η υστερινή το υστερινό
      γενική του υστερινού της υστερινής του υστερινού
    αιτιατική τον υστερινό την υστερινή το υστερινό
     κλητική υστερινέ υστερινή υστερινό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υστερινοί οι υστερινές τα υστερινά
      γενική των υστερινών των υστερινών των υστερινών
    αιτιατική τους υστερινούς τις υστερινές τα υστερινά
     κλητική υστερινοί υστερινές υστερινά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
υστερινός < μεσαιωνική ελληνική ὑστερινός[1] < αρχαία ελληνική ὕστερος

Επίθετο

[επεξεργασία]

υστερινός

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. ὑστερινός - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)