υστερόχρονος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υστερόχρονος < (ελληνιστική κοινή) ὑστερόχρονος, μορφολογικά αναλύεται υστερό- + -χρονος
Επίθετο[επεξεργασία]
υστερόχρονος, -η, -ο
- που εμφανίζεται ή γίνεται ύστερα από κάτι άλλο, σε μεταγενέστερο χρόνο
- (ουσιαστικοποιημένο) υστερόχρονο
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υστερόχρονος