υφάλμυρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- υφάλμυρος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὑφάλμυρος < ὑπό + αρχαία ελληνική ἁλμυρός. Συγχρονικά αναλύεται σε υφ- + αλμυρός
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /iˈfal.mi.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐φάλ‐μυ‐ρος
Επίθετο
[επεξεργασία]υφάλμυρος
- λίγο αλμυρός
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα υφ- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)