υφάνει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

υφάνει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος υφαίνω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος υφαίνω
  3. θα υφάνει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος υφαίνω