υφήλιος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | υφήλιος | οι | υφήλιοι |
γενική | της | υφηλίου | των | υφηλίων |
αιτιατική | την | υφήλιο | τις | υφηλίους |
κλητική | υφήλιε | υφήλιοι | ||
Κατηγορία όπως «άμπελος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υφήλιος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὑφήλιος (εννοείται: γῆ)[1] < ὑπό (υφ-) + ἥλι(ος) + -ος (που βρίσκεται κάτω από τον ήλιο)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /iˈfi.li.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐φή‐λι‐ος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
υφήλιος θηλυκό
- όλη η γη, η οικουμένη, ο κόσμος
- ※ Με όλους τους αντάρτες, τους παπάδες και τους δασκάλους και την υφήλιο είναι θυμωμένος, γιατί άφησαν, λέει, τους Βουλγάρους να κρεμάσουν τον καπετάν Άγρα. (Πηνελόπη Δέλτα, Στα μυστικά του βάλτου, Κεφάλαιο ΛΑ, 1937)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ υφήλιος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'άμπελος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα υφ- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ος (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)