υφήλιος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ὑφήλιος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υφήλιος οι υφήλιοι
      γενική της υφηλίου των υφηλίων
    αιτιατική την υφήλιο τις υφηλίους
     κλητική υφήλιε υφήλιοι
Κατηγορία όπως «άμπελος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

υφήλιος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὑφήλιος (εννοείται: γῆ)[1] < ὑπό (υφ-) + ἥλι(ος) + -ος (που βρίσκεται κάτω από τον ήλιο)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /iˈfi.li.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υ‐φή‐λι‐ος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

υφήλιος θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]