υφίσταμαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υφίσταμαι < αρχαία ελληνική ὑφίσταμαι
Ρήμα[επεξεργασία]
υφίσταμαι
- υπάρχω
- υποβάλλομαι, δέχομαι (συνήθως κάτι δυσάρεστο, αρνητικό ή καταπιεστικό)
- (υπόκειμαι σε)