Μετάβαση στο περιεχόμενο

υφίσταμαι

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: ὑφίσταμαι

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
υφίσταμαι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὑφίσταμαι μεσοπαθητική φωνή του ρήματος ὑφίστημι < (ὑπό) ὑφ- + ἵσταμαι, μεσοπαθητική φωνή του ἵστημι

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /iˈfi.sta.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υφίσταμαι

υφίσταμαι (αποθετικό ρήμα), , πρτ.: (υφιστάμην), αόρ.: υπέστην (ελλειπτικό ρήμα, αποθετικό ρήμα)

  1. υπάρχω
    (απρόσωπο στο γπρόσωπο) υφίσταται: υπάρχει
  2. υποβάλλομαι, δέχομαι (συνήθως κάτι δυσάρεστο, αρνητικό ή καταπιεστικό)
     συνώνυμα: υπόκειμαι σε

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. Ιορδανίδου, Άννα (1998, 8η έκδ.). Τα ρήματα της νέας ελληνικής. Αθήνα: Πατάκης (©1991, 1η έκδοση:1992).